Uppsala — Ουψάλα (Greek), Uppsala (Danish, Dutch, German, Norwegian, Swedish), Uppsalir (Icelandic), Upsal (French, former German), Upsala (Azeri, Finnish, Latvian, Romanian), Upsalia (Latin), Upsalo (Esperanto) … Names of cities in different languages
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
Αρένιους, Σβάντε Άουγκουστ — (Svante August Arrhenius, Βικ, Ουψάλα 1859 – Στοκχόλμη 1927). Σουηδός χημικός και φυσικός, ένας από τους ιδρυτές της φυσικοχημείας. Άρχισε τις σπουδές του στην Ουψάλα και τις συνέχισε στη Στοκχόλμη, όπου υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του (1884) … Dictionary of Greek
Βαλίν, Γιόχαν Όλαφ — (Johan Olaf Wallin, Στόρα Τούνα 1779 – Ουψάλα 1839). Σουηδός επίσκοπος και ποιητής. Για πολύ καιρό ήταν πρωθιερέας της Στοκχόλμης και από το 1837 αρχιεπίσκοπος της Ουψάλα. Έγραψε περιστασιακά ποιήματα με τα αισθητικά κριτήρια και προτιμήσεις των… … Dictionary of Greek
Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής … Dictionary of Greek
Κέλσιος, Άντερς — (Anders Celsius, Ουψάλα 1701 – 1744). Σουηδός αστρονόμος και εφευρέτης του εκατονταβάθμιου θερμομέτρου. Διετέλεσε καθηγητής της αστρονομίας στην Ουψάλα (1730 44), ενώ υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής του αστεροσκοπείου της. Το 1733 δημοσίευσε μια… … Dictionary of Greek
Κέλσιος, Όλαφ — (Olaf Celsius 1716 – 1794). Σουηδός ιστορικός. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας στην Ουψάλα και το 1777 εξελέγη επίσκοπος της Λουντ. Το 1786 έγινε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Το σημαντικότερο από τα έργα του τιτλοφορείται Βιβλιοθήκη της… … Dictionary of Greek
Κλέβε, Περ Τέοντορ — (Per Teodor Cleve, Στοκχόλμη 1840 – Ουψάλα 1905). Σουηδός χημικός και μεταλλειολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Οι μεταλλειολογικές του έρευνες σε σπάνιες γαίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο νέων στοιχείων… … Dictionary of Greek
Λινναίος, Κάρολος — (Ρασχούλτ, Σουηδία 1707 – Ουψάλα 1778). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Σουηδού φυσιοδίφη Καρλ φον Λίνε (Carl von Linné). Σπούδασε ιατρική, ασχολήθηκε όμως με τη βοτανική και έγινε καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα το 1741 … Dictionary of Greek
Μιρντάλ, Άλβα — (Alva Myrdal, Ουψάλα 1902 – 1986). Σουηδέζα νομικός, πολιτικός επιστήμονας. Το 1924 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα και παντρεύτηκε τον μετέπειτα κάτοχο του Νόμπελ οικονομικών Γκουνάρ Μιρντάλ (βλ. λ.). Μαζί με τον σύζυγό της είχαν… … Dictionary of Greek